- κακόγονος
- κακόγονος, -ον (Α)αυτός που έχει γεννηθεί για το κακό, για τη δυστυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. παλαιό-γονος, πρωτό-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακογόνους — κακόγονος born to ill masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
κακογονία — κακογονία, ἡ (Α) [κακόγονος] κακή γέννηση, άτυχος τοκετός … Dictionary of Greek